κοινολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινολογία | οι | κοινολογίες |
| γενική | της | κοινολογίας | των | κοινολογιών |
| αιτιατική | την | κοινολογία | τις | κοινολογίες |
| κλητική | κοινολογία | κοινολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινολογία < ελληνιστική κοινή κοινολογία < αρχαία ελληνική κοινός + λόγος
Μεταφράσεις
κοινολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.