κοβάλτιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- κοβάλτιο < (λόγιο δάνειο) γερμανική Kobold (καλικάντζαρος)
Ουσιαστικό
κοβάλτιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 27 και χημικό σύμβολο το Co
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοβάλτιο | τα | κοβάλτια |
| γενική | του | κοβάλτιου & κοβαλτίου |
των | κοβάλτιων & κοβαλτίων |
| αιτιατική | το | κοβάλτιο | τα | κοβάλτια |
| κλητική | κοβάλτιο | κοβάλτια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Καθαρό κοβάλτιο.
Συγγενικά
- κοβαλτικός
- κοβαλτιούχος
- κοβαλτίτης
-
κοβάλτιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.