kobalt

Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

kobalt (hr) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: κοβάλτιο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɔbalt/
 

Ουσιαστικό

kobalt (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: κοβάλτιο



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

kobalt (sk) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: κοβάλτιο



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

kobalt (sl) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: κοβάλτιο



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

kobalt (cs) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: κοβάλτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.