εντερόκλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εντερόκλυση | οι | εντεροκλύσεις |
| γενική | της | εντερόκλυσης* | των | εντεροκλύσεων |
| αιτιατική | την | εντερόκλυση | τις | εντεροκλύσεις |
| κλητική | εντερόκλυση | εντεροκλύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εντεροκλύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντερόκλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enteroclysis < αρχαία ελληνική ἔντερον + ελληνιστική κοινή κλύσις
Ουσιαστικό
εντερόκλυση θηλυκό
- (ιατρική) έγχυση υγρού στο έντερο για θεραπευτικούς ή άλλους λόγους (π.χ. έκπλυση του εντέρου)
- (ιατρική) ακτινολογική διαγνωστική μέθοδος στην περιοχή του εντέρου
-
Enteroclysis στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.