εντερόκλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντερόκλυση οι εντεροκλύσεις
      γενική της εντερόκλυσης* των εντεροκλύσεων
    αιτιατική την εντερόκλυση τις εντεροκλύσεις
     κλητική εντερόκλυση εντεροκλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντεροκλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντερόκλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enteroclysis < αρχαία ελληνική ἔντερον + ελληνιστική κοινή κλύσις

Ουσιαστικό

εντερόκλυση θηλυκό

  1. (ιατρική) έγχυση υγρού στο έντερο για θεραπευτικούς ή άλλους λόγους (π.χ. έκπλυση του εντέρου)
  2. (ιατρική) ακτινολογική διαγνωστική μέθοδος στην περιοχή του εντέρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.