κλωστοϋφαντήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωστοϋφαντήριο τα κλωστοϋφαντήρια
      γενική του κλωστοϋφαντήριου των κλωστοϋφαντήριων
    αιτιατική το κλωστοϋφαντήριο τα κλωστοϋφαντήρια
     κλητική κλωστοϋφαντήριο κλωστοϋφαντήρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλωστοϋφαντήριο < κλωστή + -ο- + υφαντήριο

Ουσιαστικό

κλωστοϋφαντήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.