κλωστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλωστοποίηση | οι | κλωστοποιήσεις |
| γενική | της | κλωστοποίησης* | των | κλωστοποιήσεων |
| αιτιατική | την | κλωστοποίηση | τις | κλωστοποιήσεις |
| κλητική | κλωστοποίηση | κλωστοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλωστοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κλωστοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.