κλινήρη

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλινήρη

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του κλινήρης
  2. κλητική ενικού, αρσενικού γένους του κλινήρης
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κλινήρες) του κλινήρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.