κλαυθμυρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαυθμυρισμός | οι | κλαυθμυρισμοί |
| γενική | του | κλαυθμυρισμού | των | κλαυθμυρισμών |
| αιτιατική | τον | κλαυθμυρισμό | τους | κλαυθμυρισμούς |
| κλητική | κλαυθμυρισμέ | κλαυθμυρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαυθμυρισμός < αρχαία ελληνική κλαυθμῠρισμός < κλαυθμῠρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /klaf.θmi.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλαυθ‐μυ‐ρι‐σμός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλαυθμυρίζω
Μεταφράσεις
κλαυθμυρισμός
|
Πηγές
- «κλαυθμυρίζω (κλαυθμυρισμός, κλαυθμίρισμα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κλαυθμυρισμός | οἱ | κλαυθμυρισμοί |
| γενική | τοῦ | κλαυθμυρισμοῦ | τῶν | κλαυθμυρισμῶν |
| δοτική | τῷ | κλαυθμυρισμῷ | τοῖς | κλαυθμυρισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κλαυθμυρισμόν | τοὺς | κλαυθμυρισμούς |
| κλητική ὦ! | κλαυθμυρισμέ | κλαυθμυρισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαυθμυρισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλαυθμυρισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαυθμυρισμός < κλαυθμῠρίζω, κλαυθμυρισ- + -μός
Ουσιαστικό
κλαυθμυρισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) το κλαυθμύρισμα, κλαυθμυρισμός, κλαψούρισμα σαν παιδιού
Πηγές
- κλαυθμυρισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαυθμυρισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.