μονοθάλαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοθάλαμος η μονοθάλαμη το μονοθάλαμο
      γενική του μονοθάλαμου της μονοθάλαμης του μονοθάλαμου
    αιτιατική τον μονοθάλαμο τη μονοθάλαμη το μονοθάλαμο
     κλητική μονοθάλαμε μονοθάλαμη μονοθάλαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοθάλαμοι οι μονοθάλαμες τα μονοθάλαμα
      γενική των μονοθάλαμων των μονοθάλαμων των μονοθάλαμων
    αιτιατική τους μονοθάλαμους τις μονοθάλαμες τα μονοθάλαμα
     κλητική μονοθάλαμοι μονοθάλαμες μονοθάλαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοθάλαμος < μονο- + θάλαμος

Επίθετο

μονοθάλαμος, -η, -ο

  • που αποτελείται από έναν θάλαμο
    Στον μακεδονικό τάφο της Καρίτσας, κοντά στο Δίον, το δάπεδο του μονοθαλάμου τάφου είναι στρωμένο με ψηφιδωτό από κιτρινόφαια βότσαλα. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.