ατμοκινητήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμοκινητήρας οι ατμοκινητήρες
      γενική του ατμοκινητήρα των ατμοκινητήρων
    αιτιατική τον ατμοκινητήρα τους ατμοκινητήρες
     κλητική ατμοκινητήρα ατμοκινητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμοκινητήρας < ατμός + κινητήρας

Ουσιαστικό

ατμοκινητήρας αρσενικό

  • κινητήρας που λειτουργεί με την ενέργεια του ατμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.