πετρελαιοκινητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πετρελαιοκινητήρας | οι | πετρελαιοκινητήρες |
| γενική | του | πετρελαιοκινητήρα | των | πετρελαιοκινητήρων |
| αιτιατική | τον | πετρελαιοκινητήρα | τους | πετρελαιοκινητήρες |
| κλητική | πετρελαιοκινητήρα | πετρελαιοκινητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πετρελαιοκινητήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.