κιμπάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιμπάρης | οι | κιμπάρηδες |
| γενική | του | κιμπάρη | των | κιμπάρηδων |
| αιτιατική | τον | κιμπάρη | τους | κιμπάρηδες |
| κλητική | κιμπάρη | κιμπάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)
Ουσιαστικό
κιμπάρης ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.