κιμπαριλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιμπαριλίκι τα κιμπαριλίκια
      γενική του κιμπαριλικιού των κιμπαριλικιών
    αιτιατική το κιμπαριλίκι τα κιμπαριλίκια
     κλητική κιμπαριλίκι κιμπαριλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιμπαριλίκι < τουρκική kibarlık (αραβικής προέλευσης). Μορφολογικά αναλύεται σε κιμπάρ(ης) + -λίκι

Ουσιαστικό

κιμπαριλίκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.