εντάξει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντάξει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τάξει (με τακτικό τρόπο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική in Ordnung [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈda.ksi/
- ⓘ
Επίρρημα
εντάξει
- (χαρακτηρισμός) στην πρέπουσα ή τη σωστή κατάσταση
- ↪ τακτοποίησα τα πράγματά μου και τώρα όλα είναι εντάξει
- (σε διάλογο) δηλώνοντας την αλλαγή θέματος ή την αναφορά σε κάτι άλλο
- (ως απάντηση) ωραία, καλά, σύμφωνοι
- - Θα συναντηθούμε στις 8;
- - Εντάξει.
- τέλος, φτάνει, καλώς
- (για πρόσωπο, επιθετικά) με τίμια και καλή συμπεριφορά, όπως αρμόζει
Μεταφράσεις
Ρηματικός τύπος
εντάξει
Αναφορές
- εντάξει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.