kilo

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

kilo < περικοπή του kilogram

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkiːləʊ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kilo

Ουσιαστικό

kilo (en)

  1. (μονάδα μέτρησης) το κιλό, το χιλιόγραμμο
  2. το γράμμα K στο φωνητικό αλφάβητο του NATO



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

kilo (fr) αρσενικό (πληθυντικός kilos)

  • (μονάδα μέτρησης) το κιλό



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈcilɔ/
 

Ουσιαστικό

kilo (pl) άκλιτο

  • (μονάδα μέτρησης) το κιλό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.