kilo
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- kilo < περικοπή του kilogram
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkiːləʊ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ki‐lo
Ουσιαστικό
kilo (en)
- (μονάδα μέτρησης) το κιλό, το χιλιόγραμμο
- το γράμμα K στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.