κιλοβατώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κιλοβατώρα | οι | κιλοβατώρες |
| γενική | της | κιλοβατώρας | των | κιλοβατωρών |
| αιτιατική | την | κιλοβατώρα | τις | κιλοβατώρες |
| κλητική | κιλοβατώρα | κιλοβατώρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιλοβατώρα < κιλοβάτ + ώρα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική kilowattheure[1] ή αγγλική kilowatt-hour[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ki.lo.vaˈto.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐λο‐βα‐τώ‐ρα
Ουσιαστικό
κιλοβατώρα θηλυκό
Μεταφράσεις
κιλοβατώρα
|
- κιλοβατώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.