γιγαβατώρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιγαβατώρα οι γιγαβατώρες
      γενική της γιγαβατώρας των γιγαβατωρών
    αιτιατική τη γιγαβατώρα τις γιγαβατώρες
     κλητική γιγαβατώρα γιγαβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιγαβατώρα < γιγαβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gigawatt hour)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣi.ɣa.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιγαβατώρα

Ουσιαστικό

γιγαβατώρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.