μεγαβατώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαβατώρα | οι | μεγαβατώρες |
| γενική | της | μεγαβατώρας | των | μεγαβατωρών |
| αιτιατική | τη | μεγαβατώρα | τις | μεγαβατώρες |
| κλητική | μεγαβατώρα | μεγαβατώρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαβατώρα < μεγαβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική megawatt-hour)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.vaˈto.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐βα‐τώ‐ρα
Ουσιαστικό
μεγαβατώρα θηλυκό
- Lua error in Module:labels at line 69: attempt to index field '?' (a nil value). μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας που ισοδυναμεί με χίλιες κιλοβατώρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.