κιγκλιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιγκλιδωτός | η | κιγκλιδωτή | το | κιγκλιδωτό |
| γενική | του | κιγκλιδωτού | της | κιγκλιδωτής | του | κιγκλιδωτού |
| αιτιατική | τον | κιγκλιδωτό | την | κιγκλιδωτή | το | κιγκλιδωτό |
| κλητική | κιγκλιδωτέ | κιγκλιδωτή | κιγκλιδωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιγκλιδωτοί | οι | κιγκλιδωτές | τα | κιγκλιδωτά |
| γενική | των | κιγκλιδωτών | των | κιγκλιδωτών | των | κιγκλιδωτών |
| αιτιατική | τους | κιγκλιδωτούς | τις | κιγκλιδωτές | τα | κιγκλιδωτά |
| κλητική | κιγκλιδωτοί | κιγκλιδωτές | κιγκλιδωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κιγκλίδα
Μεταφράσεις
- κιγκλιδωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.