κηρόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κηρόπλαστος | η | κηρόπλαστη | το | κηρόπλαστο |
| γενική | του | κηρόπλαστου | της | κηρόπλαστης | του | κηρόπλαστου |
| αιτιατική | τον | κηρόπλαστο | την | κηρόπλαστη | το | κηρόπλαστο |
| κλητική | κηρόπλαστε | κηρόπλαστη | κηρόπλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κηρόπλαστοι | οι | κηρόπλαστες | τα | κηρόπλαστα |
| γενική | των | κηρόπλαστων | των | κηρόπλαστων | των | κηρόπλαστων |
| αιτιατική | τους | κηρόπλαστους | τις | κηρόπλαστες | τα | κηρόπλαστα |
| κλητική | κηρόπλαστοι | κηρόπλαστες | κηρόπλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κηρόπλαστος < αρχαία ελληνική κηρόπλαστος (κηρ(ός) + -ό- + -πλαστος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈɾo.pla.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐ρό‐πλα‐στος
Μεταφράσεις
κηρόπλαστος
|
|
Αναφορές
- κηρόπλαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κηρόπλαστος | τὸ κηρόπλαστον | οἱ, αἱ κηρόπλαστοι | τὰ κηρόπλαστα |
| Γενική | τοῦ, τῆς κηροπλάστου | τοῦ κηροπλάστου | τῶν κηροπλάστων | τῶν κηροπλάστων |
| Δοτική | τῷ, τῇ κηροπλάστῳ | τῷ κηροπλάστῳ | τοῖς, ταῖς κηροπλάστοις | τοῖς κηροπλάστοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κηρόπλαστον | τὸ κηρόπλαστον | τοὺς, τὰς κηροπλάστους | τὰ κηρόπλαστα |
| Κλητική | κηρόπλαστε | κηρόπλαστον | κηρόπλαστοι | κηρόπλαστα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κηροπλάστω | |||
| Γενική-Δοτική | κηροπλάστοιν | |||
Πηγές
- κηρόπλαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηρόπλαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κηρόπλαστος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.