κηροσβέστης
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κηροσβέστης | οι | κηροσβέστες |
| γενική | του | κηροσβέστη | των | κηροσβεστών |
| αιτιατική | τον | κηροσβέστη | τους | κηροσβέστες |
| κλητική | κηροσβέστη | κηροσβέστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηροσβέστης < κηρός + -ο- + -σβέστης (< αρχαία ελληνική σβέννυμι)
Ουσιαστικό
κηροσβέστης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.