éteignoir

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

éteignoir < éteindre

Προφορά

ΔΦΑ : /e.tɛ.ɲwaʁ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
éteignoir éteignoirs

éteignoir (fr) αρσενικό

  1. μεταλλικό δοχείο, συνήθως γεμάτο άμμο, μέσα στο οποίο σβήνουν τα κεριά και τις λαμπάδες
  2. η χαλάστρα, που χαλάει το κέφι
     συνώνυμα: rabat-joie

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.