κεσάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεσάτι τα κεσάτια
      γενική του κεσατιού των κεσατιών
    αιτιατική το κεσάτι τα κεσάτια
     κλητική κεσάτι κεσάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεσάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kesat + < αραβική كساد (kasād, αδράνεια)

Ουσιαστικό

κεσάτι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.