κεσάτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεσάτι | τα | κεσάτια |
| γενική | του | κεσατιού | των | κεσατιών |
| αιτιατική | το | κεσάτι | τα | κεσάτια |
| κλητική | κεσάτι | κεσάτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κεσάτι ουδέτερο
- εμπορική απραξία, μειωμένη εμπορική κίνηση και λιγοστά έσοδα
- Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.