αναδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναδουλειά | οι | αναδουλειές |
| γενική | της | αναδουλειάς | των | αναδουλειών |
| αιτιατική | την | αναδουλειά | τις | αναδουλειές |
| κλητική | αναδουλειά | αναδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ðuˈʎa/
Ουσιαστικό
αναδουλειά θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.