-φορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -φορία | οι | -φορίες |
| γενική | της | -φορίας | των | -φοριών |
| αιτιατική | τη(ν) | -φορία | τις | -φορίες |
| κλητική | -φορία | -φορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -φορία < φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /foˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φο‐ρί‐α
Επίθημα
-φορία θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών θηλυκού γένους που σημαίνουν ενέργεια κατά την οποία ή μεταφέρεται αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό ή απλά κάποιος/κάτι το φέρει
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φορία στο Βικιλεξικό
Πηγές
- -φορία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.