κεραμιδιού

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈðʝu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεραμιδιού

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κεραμιδιού

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κεραμιδιού ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.