κεντητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντητικός η κεντητική το κεντητικό
      γενική του κεντητικού της κεντητικής του κεντητικού
    αιτιατική τον κεντητικό την κεντητική το κεντητικό
     κλητική κεντητικέ κεντητική κεντητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντητικοί οι κεντητικές τα κεντητικά
      γενική των κεντητικών των κεντητικών των κεντητικών
    αιτιατική τους κεντητικούς τις κεντητικές τα κεντητικά
     κλητική κεντητικοί κεντητικές κεντητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεντητικός < ελληνιστική κοινή κεντητικός[1] < κεντητής < αρχαία ελληνική κεντέω

Επίθετο

κεντητικός

  1. που έχει σχέση με κέντημα, αναφέρεται σ’ αυτό ή είναι κατάλληλος γι’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κεντητική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. κεντητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.