κενοτάφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κενοτάφιο τα κενοτάφια
      γενική του κενοτάφιου
& κενοταφίου
των κενοτάφιων
& κενοταφίων
    αιτιατική το κενοτάφιο τα κενοτάφια
     κλητική κενοτάφιο κενοτάφια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κενοτάφιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κενοτάφιον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.noˈta.fi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κενοτάφιο

Ουσιαστικό

κενοτάφιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.