κενολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενολογία οι κενολογίες
      γενική της κενολογίας των κενολογιών
    αιτιατική την κενολογία τις κενολογίες
     κλητική κενολογία κενολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κενολογία < ελληνιστική κοινή κενολογία < αρχαία ελληνική κενός + λόγος

Ουσιαστικό

κενολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.