καφετί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.feˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐τί
- παρώνυμα: καφεδί, καθετή, καθετί
Μεταφράσεις
καφετί
|
|
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφετί | τα | καφετιά |
| γενική | του | καφετιού | των | καφετιών |
| αιτιατική | το | καφετί | τα | καφετιά |
| κλητική | καφετί | καφετιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
καφετί ουδέτερο
- (νόμισμα, οικείο, παρωχημένο) ελληνικό χιλιάρικο (καθένα από τα παλιά χαρτονομίσματα] χιλίων δραχμών, λόγω του χρώματός του)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καφετί
Αναφορές
- καφετής, καφετί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.