καθετή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθετή οι καθετές
      γενική της καθετής των καθετών
    αιτιατική την καθετή τις καθετές
     κλητική καθετή καθετές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθετή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καθετή θηλυκό

  • (εργαλείο, αλιεία) τρόπος ψαρέματος με πετονιά από βάρκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.