καθετή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθετή | οι | καθετές |
| γενική | της | καθετής | των | καθετών |
| αιτιατική | την | καθετή | τις | καθετές |
| κλητική | καθετή | καθετές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθετή < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
καθετή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.