κόκκων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κόκκων αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόκκων οἱ κόκκωνες
      γενική τοῦ κόκκωνος τῶν κοκκώνων
      δοτική τῷ κόκκων τοῖς κόκκωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κόκκων τοὺς κόκκωνᾰς
     κλητική ! κόκκων κόκκωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόκκωνε
γεν-δοτ τοῖν  κοκκώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόκκων < κόκκ(ος) + -ων

Ουσιαστικό

κόκκων, -ωνος αρσενικό

  1. σπόρος ή κόκκος ροδιού
  2. καρπός / σπόρος του ιξού (του γκι)

Απόγονοι

κόκκων (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: κουκουνάρι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.