υποσέντονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποσέντονο τα υποσέντονα
      γενική του υποσέντονου των υποσέντονων
    αιτιατική το υποσέντονο τα υποσέντονα
     κλητική υποσέντονο υποσέντονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποσέντονο < υπο- + σεντόνι + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈsen.do.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποσέντονο

Ουσιαστικό

υποσέντονο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.