κατσαβίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαβίδι τα κατσαβίδια
      γενική του κατσαβιδιού των κατσαβιδιών
    αιτιατική το κατσαβίδι τα κατσαβίδια
     κλητική κατσαβίδι κατσαβίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συλλογή από κατσαβίδια

Ετυμολογία

κατσαβίδι < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzavide [1] (ιταλική cacciavite)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.t͡saˈvi.ði/

Ουσιαστικό

κατσαβίδι ουδέτερο

  • εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα· η μία άκρη του προσαρμόζεται στην εγκοπή της κεφαλής της βίδας και ο χειριστής περιστρέφει τη λαβή του, ώστε να τοποθετήσει, συσφίγξει ή χαλαρώσει τη βίδα

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.