ξεβίδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβίδωμα τα ξεβιδώματα
      γενική του ξεβιδώματος των ξεβιδωμάτων
    αιτιατική το ξεβίδωμα τα ξεβιδώματα
     κλητική ξεβίδωμα ξεβιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεβίδωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεβίδωμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση ή το χαλάρωμα μιας βίδας
  2. (κατ’ επέκταση) η μετακίνηση ενός αντικειμένου αφαιρώντας τις βίδες που το συγκρατούν
  3. (μεταφορικά) (οικείο) η υπερβολική κόπωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.