ξεβίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεβίδωμα | τα | ξεβιδώματα |
| γενική | του | ξεβιδώματος | των | ξεβιδωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεβίδωμα | τα | ξεβιδώματα |
| κλητική | ξεβίδωμα | ξεβιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεβίδωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεβίδωμα ουδέτερο
- η αφαίρεση ή το χαλάρωμα μιας βίδας
- (κατ’ επέκταση) η μετακίνηση ενός αντικειμένου αφαιρώντας τις βίδες που το συγκρατούν
- (μεταφορικά) (οικείο) η υπερβολική κόπωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.