βίδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βίδωμα τα βιδώματα
      γενική του βιδώματος των βιδωμάτων
    αιτιατική το βίδωμα τα βιδώματα
     κλητική βίδωμα βιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίδωμα < βιδώνω + -μα

Ουσιαστικό

βίδωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βιδώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.