κατσίβελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατσίβελος | οι | κατσίβελοι |
| γενική | του | κατσίβελου | των | κατσίβελων |
| αιτιατική | τον | κατσίβελο | τους | κατσίβελους |
| κλητική | κατσίβελε | κατσίβελοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατσίβελος < μεσαιωνική ελληνική κατσίβελος < ιταλική cattivello < cattivo (σκλάβος, δυστυχής) < υστερολατινική λατινική captivellus < λατινική captivus [1]
Ουσιαστικό
κατσίβελος αρσενικό (θηλυκό: κατσιβέλα)
- ο γύφτος, ο τσιγγάνος
- (μεταφορικά) άνθρωπος πολύ μαυριδερός
- (μειωτικό) ο απολίτιστος, ο άξεστος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κατσίβελος
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κατσίβελος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατσίβελος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.