κατοπτρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοπτρισμένος η κατοπτρισμένη το κατοπτρισμένο
      γενική του κατοπτρισμένου της κατοπτρισμένης του κατοπτρισμένου
    αιτιατική τον κατοπτρισμένο την κατοπτρισμένη το κατοπτρισμένο
     κλητική κατοπτρισμένε κατοπτρισμένη κατοπτρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοπτρισμένοι οι κατοπτρισμένες τα κατοπτρισμένα
      γενική των κατοπτρισμένων των κατοπτρισμένων των κατοπτρισμένων
    αιτιατική τους κατοπτρισμένους τις κατοπτρισμένες τα κατοπτρισμένα
     κλητική κατοπτρισμένοι κατοπτρισμένες κατοπτρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κατοπτρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.