καταϊδρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταϊδρωμένος η καταϊδρωμένη το καταϊδρωμένο
      γενική του καταϊδρωμένου της καταϊδρωμένης του καταϊδρωμένου
    αιτιατική τον καταϊδρωμένο την καταϊδρωμένη το καταϊδρωμένο
     κλητική καταϊδρωμένε καταϊδρωμένη καταϊδρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταϊδρωμένοι οι καταϊδρωμένες τα καταϊδρωμένα
      γενική των καταϊδρωμένων των καταϊδρωμένων των καταϊδρωμένων
    αιτιατική τους καταϊδρωμένους τις καταϊδρωμένες τα καταϊδρωμένα
     κλητική καταϊδρωμένοι καταϊδρωμένες καταϊδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταϊδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταϊδρώνω

Μετοχή

καταϊδρωμένος, -η, -ο

  • πολύ ιδρωμένος, κάθιδρος
    έκφραση: ήρθε τελευταίος και καταϊδρωμένος (όχι μόνον ήρθε τελευταίος, αλλά δυσκολεύτηκε ακόμα και να τερματίσει)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.