κατανεμητέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατανεμητέος | η | κατανεμητέα | το | κατανεμητέο |
| γενική | του | κατανεμητέου | της | κατανεμητέας | του | κατανεμητέου |
| αιτιατική | τον | κατανεμητέο | την | κατανεμητέα | το | κατανεμητέο |
| κλητική | κατανεμητέε | κατανεμητέα | κατανεμητέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατανεμητέοι | οι | κατανεμητέες | τα | κατανεμητέα |
| γενική | των | κατανεμητέων | των | κατανεμητέων | των | κατανεμητέων |
| αιτιατική | τους | κατανεμητέους | τις | κατανεμητέες | τα | κατανεμητέα |
| κλητική | κατανεμητέοι | κατανεμητέες | κατανεμητέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κατανεμητέος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.