καταναγκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταναγκασμένος | η | καταναγκασμένη | το | καταναγκασμένο |
| γενική | του | καταναγκασμένου | της | καταναγκασμένης | του | καταναγκασμένου |
| αιτιατική | τον | καταναγκασμένο | την | καταναγκασμένη | το | καταναγκασμένο |
| κλητική | καταναγκασμένε | καταναγκασμένη | καταναγκασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταναγκασμένοι | οι | καταναγκασμένες | τα | καταναγκασμένα |
| γενική | των | καταναγκασμένων | των | καταναγκασμένων | των | καταναγκασμένων |
| αιτιατική | τους | καταναγκασμένους | τις | καταναγκασμένες | τα | καταναγκασμένα |
| κλητική | καταναγκασμένοι | καταναγκασμένες | καταναγκασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καταναγκασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.