ακατανέμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατανέμητος η ακατανέμητη το ακατανέμητο
      γενική του ακατανέμητου της ακατανέμητης του ακατανέμητου
    αιτιατική τον ακατανέμητο την ακατανέμητη το ακατανέμητο
     κλητική ακατανέμητε ακατανέμητη ακατανέμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατανέμητοι οι ακατανέμητες τα ακατανέμητα
      γενική των ακατανέμητων των ακατανέμητων των ακατανέμητων
    αιτιατική τους ακατανέμητους τις ακατανέμητες τα ακατανέμητα
     κλητική ακατανέμητοι ακατανέμητες ακατανέμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακατανέμητος < α- + κατανέμω + -τος

Επίθετο

ακατανέμητος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.