κατανεμητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατανεμητής οι κατανεμητές
      γενική του κατανεμητή των κατανεμητών
    αιτιατική τον κατανεμητή τους κατανεμητές
     κλητική κατανεμητή κατανεμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατανεμητής < κατανέμω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική distributeur)

Ουσιαστικό

κατανεμητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.