καταλογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταλογισμός οι καταλογισμοί
      γενική του καταλογισμού των καταλογισμών
    αιτιατική τον καταλογισμό τους καταλογισμούς
     κλητική καταλογισμέ καταλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταλογισμός < ελληνιστική κοινή καταλογισμός < αρχαία ελληνική καταλογίζομαι < κατά + λογίζομαι

Ουσιαστικό

καταλογισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.