κατακυρωθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακυρωθείς & κατακυρωθέντας |
η | κατακυρωθείσα | το | κατακυρωθέν |
| γενική | του | κατακυρωθέντος & κατακυρωθέντα |
της | κατακυρωθείσας & κατακυρωθείσης* |
του | κατακυρωθέντος |
| αιτιατική | τον | κατακυρωθέντα | την | κατακυρωθείσα | το | κατακυρωθέν |
| κλητική | κατακυρωθείς & κατακυρωθέντα |
κατακυρωθείσα | κατακυρωθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακυρωθέντες | οι | κατακυρωθείσες | τα | κατακυρωθέντα |
| γενική | των | κατακυρωθέντων | των | κατακυρωθεισών | των | κατακυρωθέντων |
| αιτιατική | τους | κατακυρωθέντες | τις | κατακυρωθείσες | τα | κατακυρωθέντα |
| κλητική | κατακυρωθέντες | κατακυρωθείσες | κατακυρωθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατακυρωθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του κατακυρώνω < αρχαία ελληνική κατακυρόω
Μετοχή
κατακυρωθείς
- που κατακυρώθηκε, που είναι πλέον απολύτως αναγνωρισμένο, επικυρωμένο, που έγινε αντικείμενο πλειστηριασμού και δοθηκε στον πλειοδότη, που κατόπιν εκδίκασης σχετικής υπόθεσης αποδόθηκε επισήμως σε κάποιον
- το κατακυρωθέν ακίνητο / το κατακυρωθέν γκολ
- οι κατακυρωθέντες διαγωνισμοί
- η κατακυρωθείσα αξία, δαπάνη, προσφορά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.