αναγνωρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγνωρισμένος η αναγνωρισμένη το αναγνωρισμένο
      γενική του αναγνωρισμένου της αναγνωρισμένης του αναγνωρισμένου
    αιτιατική τον αναγνωρισμένο την αναγνωρισμένη το αναγνωρισμένο
     κλητική αναγνωρισμένε αναγνωρισμένη αναγνωρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγνωρισμένοι οι αναγνωρισμένες τα αναγνωρισμένα
      γενική των αναγνωρισμένων των αναγνωρισμένων των αναγνωρισμένων
    αιτιατική τους αναγνωρισμένους τις αναγνωρισμένες τα αναγνωρισμένα
     κλητική αναγνωρισμένοι αναγνωρισμένες αναγνωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναγνωρισμένος < αναγνωρίζω + -μένος

Μετοχή

αναγνωρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.