κατακρεουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατακρεουργώ < αρχαία ελληνική κατακρεουργέω / κατακρεουργῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική massacrer)
Ρήμα
κατακρεουργώ (παθητική φωνή: κατακρεουργούμαι)
- σφάζω κάποιον διαμελίζοντάς τον
- (μεταφορικά) περικόπτω σημεία ενός κειμένου, κινηματογραφικού έργου κ.λπ. λογοκρίνοντάς το
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατακρεουργώ | κατακρεουργούσα | θα κατακρεουργώ | να κατακρεουργώ | κατακρεουργώντας | |
| β' ενικ. | κατακρεουργείς | κατακρεουργούσες | θα κατακρεουργείς | να κατακρεουργείς | (κατακρεούργει) | |
| γ' ενικ. | κατακρεουργεί | κατακρεουργούσε | θα κατακρεουργεί | να κατακρεουργεί | ||
| α' πληθ. | κατακρεουργούμε | κατακρεουργούσαμε | θα κατακρεουργούμε | να κατακρεουργούμε | ||
| β' πληθ. | κατακρεουργείτε | κατακρεουργούσατε | θα κατακρεουργείτε | να κατακρεουργείτε | κατακρεουργείτε | |
| γ' πληθ. | κατακρεουργούν(ε) | κατακρεουργούσαν(ε) | θα κατακρεουργούν(ε) | να κατακρεουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατακρεούργησα | θα κατακρεουργήσω | να κατακρεουργήσω | κατακρεουργήσει | ||
| β' ενικ. | κατακρεούργησες | θα κατακρεουργήσεις | να κατακρεουργήσεις | κατακρεούργησε | ||
| γ' ενικ. | κατακρεούργησε | θα κατακρεουργήσει | να κατακρεουργήσει | |||
| α' πληθ. | κατακρεουργήσαμε | θα κατακρεουργήσουμε | να κατακρεουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | κατακρεουργήσατε | θα κατακρεουργήσετε | να κατακρεουργήσετε | κατακρεουργήστε | ||
| γ' πληθ. | κατακρεούργησαν κατακρεουργήσαν(ε) |
θα κατακρεουργήσουν(ε) | να κατακρεουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατακρεουργήσει | είχα κατακρεουργήσει | θα έχω κατακρεουργήσει | να έχω κατακρεουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατακρεουργήσει | είχες κατακρεουργήσει | θα έχεις κατακρεουργήσει | να έχεις κατακρεουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατακρεουργήσει | είχε κατακρεουργήσει | θα έχει κατακρεουργήσει | να έχει κατακρεουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατακρεουργήσει | είχαμε κατακρεουργήσει | θα έχουμε κατακρεουργήσει | να έχουμε κατακρεουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατακρεουργήσει | είχατε κατακρεουργήσει | θα έχετε κατακρεουργήσει | να έχετε κατακρεουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατακρεουργήσει | είχαν κατακρεουργήσει | θα έχουν κατακρεουργήσει | να έχουν κατακρεουργήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.