στηλιτεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στηλιτεύω < (ελληνιστική κοινή) στηλιτεύω < αρχαία ελληνική στήλη
Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν εκθέτω κάποιον δημοσίως και τον στιγματίζω, αναγράφοντας το όνομά του σε στήλη

Ρήμα

στηλιτεύω

  • επικρίνω με αυστηρό και έντονο ύφος
    ο Δημοσθένης στηλίτευε την αδράνεια των Αθηναίων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.