κατακρίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακρίνω

Ρήμα

κατακρίνομαι

  • Οι πολιτικοί κατακρίθηκαν συλλήβδην για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου
  • Κατακρίνομαι από όλους για την αδιαφορία μου, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο προσπάθησα να βοηθήσω τον αδελφό μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.