αυτοκατακρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκατακρίνομαι < αυτο- + κατακρίνομαι
Συγγενικά
- αυτοκατάκριση
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κατακρίνω
Μεταφράσεις
αυτοκατακρίνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.